- ὑφεσπέριος
- ὑφεσπέρ-ιος, ον,A towards evening, western,
στῆλαι D.P.450
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στῆλαι D.P.450
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υφεσπέριος — ον, Α [ὑφέσπερος] ὑφέσπερος* … Dictionary of Greek